χιονότοπος

χιονότοπος
ο, Ν
τόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκό-τοπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιονότοπος — ο τόπος σκεπασμένος πάντα με χιόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • χιονοτόπι — το, Ν χιονότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκο τόπι)] …   Dictionary of Greek

  • χιονοτόπι — το βλ. χιονότοπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”